τετράπυλος — archway entered from four sides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπυλος — η, ο αυτός που έχει τέσσερις πύλες: Τετράπυλη πόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετράπυλον — archway entered from four sides neut nom/voc/acc sg τετράπυλος archway entered from four sides masc/fem acc sg τετράπυλος archway entered from four sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Quadrifrons — Tetrapylon in Palmyra Tetrapylon in Aphrodisia Ein Tetrapylon (griechisch … Deutsch Wikipedia
Tetrapylon — in Palmyra Tetrapylon in Aphrodisias … Deutsch Wikipedia
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράπορτος — η, ο / τετράπορτος, ον, ΝΜ νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις πόρτες («αυτοκίνητο τετράπορτο») μσν. τετράπυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πόρτα] … Dictionary of Greek
τετράπυλον — τὸ, ΜΑ βλ. τετράπυλος … Dictionary of Greek
τετραπύλου — τετράπυλον archway entered from four sides neut gen sg τετράπυλος archway entered from four sides masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπύλῳ — τετράπυλον archway entered from four sides neut dat sg τετράπυλος archway entered from four sides masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)